- καβαλώ
- καβαλώ και -άω καβάλησα, καβαλήθηκα, καβαλημένος, ιππεύω, καβαλικεύω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καβαλώ — και καβαλάω (Μ καβαλῶ, άω) [καβάλα] καβαλικεύω* νεοελλ. φρ. «καβαλώ το καλάμι» γίνομαι υπερόπτης, παίρνουν τα μυαλά μου αέρα … Dictionary of Greek
ακαβάλητος — η, ο [καβαλώ] 1. αυτός που δεν έχει καβαλήσει άλογο, μουλάρι ή γαϊδούρι 2. εκείνος που δεν τόν έχει ακόμη ή δεν μπορεί κανείς να τόν καβαλήσει «άλογο ακαβάλητο» 3. (για γυναίκα ή θηλ. ζώο) αβάτευτος, ανόχευτος … Dictionary of Greek
ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… … Dictionary of Greek
καβάλημα — το [καβαλώ] 1. καβαλίκεμα, ίππευση 2. μτφ. συνουσία, βάτεμα … Dictionary of Greek
καβαλίκι — το επανωβελονιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβαλώ + κατάλ. ίκι (πρβλ. αρματολ ίκι, υπαλληλ ίκι)] … Dictionary of Greek
καβαλητά — επίρρ. καβαλικευτά, με τον τρόπο που καβαλικεύει κάποιος, ιππαστί. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καβαλητός < καβαλώ] … Dictionary of Greek
καλουπώνω — [καλούπι] 1. δίνω σχήμα, μορφή σε άμορφη ύλη, βάζω σε μήτρα, σε φόρμα, σε καλούπι, καλουπιάζω, τυποποιώ 2. μτφ. επιβάλλω σε κάποιον να ακολουθήσει έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης, έκφρασης κ.λπ. 3. μτφ. απατώ, εξαπατώ 4. (με αισχρή… … Dictionary of Greek
μπινεύω — 1. ιππεύω, καβαλώ, καβαλικεύω 2. μτφ. συνουσιάζομαι παρά φύσιν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. binmek] … Dictionary of Greek
στουμπίζω — Ν [στούμπος] 1. σπάω, κομματιάζω χτυπώντας με τον στούμπο, με τον κόπανο («στουμπίζω τα σκόρδα») 2. δέρνω με γροθιές ή με ξύλο κάποιον 3. δίνω ή παίρνω θέλοντας και μη (α. «μού στούμπισε δέκα χιλιάδες» β. «στούμπισε γερή προίκα») 4. (με αισχρή… … Dictionary of Greek
χώνω — χῶ, όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Ν καλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τόν έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τόν βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.) νεοελλ. 1. μπήγω κάτι στο έδαφος 2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή… … Dictionary of Greek